φιαλίδιο

φιαλίδιο
το / φιαλίδιον, ΝΜΑ
υποκορ. μικρή φιάλη
νεοελλ.
(μυκητ.) εξειδικευμένο όργανο ορισμένων μυκήτων, το οποίο έχει συνήθως το σχήμα φιάλης και αναπτύσσεται από τον κονιδιοφόρο και μέσα ή πάνω στο οποίο παράγονται τα κονίδια τα οποία είναι γνωστά ως φιαλιδοσπόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιαλίς, -ίδος. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. phialide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιαλίδιο — το μικρή φιάλη, μποτιλίτσα, μπουκαλάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπούλα — η 1. γυάλινο φιαλίδιο που χρησιμεύει στη συντήρηση αποστειρωμένων υγρών φαρμάκων, που προορίζονται για ενέσεις 2. οποιοδήποτε γυάλινο φιαλίδιο με υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ampoule] …   Dictionary of Greek

  • πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… …   Dictionary of Greek

  • αρύβαλλος — Πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας, για να βάζουν το λάδι που τους ήταν απαραίτητο στην παλαίστρα. Από τις αγγειογραφίες γνωρίζουμε ότι το κρεμούσαν με κορδόνι από τον καρπό. Στην επιφάνειά του είχε παραστάσεις.… …   Dictionary of Greek

  • ληκύθιον — ληκύθιον, τὸ (Α) [λήκυθος] 1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο 2. ονομ. τής τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο τού Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246) …   Dictionary of Greek

  • μπουκαλάκι — το μικρό μπουκάλι, φιαλίδιο …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • φιαλιδοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) τύπος κονιδίου που παράγεται από το φιαλίδιο και το οποίο απαντά σε πολλά είδη τών τάξεων ευρωτιώδη και υποκρεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phialospore] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κομοτηνής — Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Θράκη, που καλύπτουν την περίοδο από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Η οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • ανακινώ — κίνησα, κινήθηκα, κινημένος. 1. αναταράζω, ανακατώνω κάτι: Θα ανακινείς πρώτα το φιαλίδιο με το φάρμακο κι ύστερα θα το χρησιμοποιείς. 2. φέρνω στην επιφάνεια κάτι που έχει ξεχαστεί, προκαλώ καινούρια συζήτηση γι αυτό: Ορισμένοι βουλευτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”